-
1 θαυμαστός
A wonderful, marvellous, first in neut. as Adv.,θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10
; ἔργα μεγάλα καὶ θ. Hdt. 1 Prooem.;θ. καρπός Id.9.122
; θ. λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; , etc.;ὃ πάντων -ότατον Pl.Smp. 220a
; θ. πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc.,θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd. 110c
;πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg. 945e
: c. gen.,τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14
;τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39
: c. dat.,πλήθει Id.Caes.6
;πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122
;πρός τι Plu.2.980d
: folld. by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον.. , Lat. mirum quantum, Pl.Tht. 150d, etc.;θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122
;θαυμαστά γ', εἰ.. X.Smp.4.3
; οὐδὲν θ., εἰ.., Pl.Phdr. 279a, R. 390a;οὐ δὴ θ., εἰ.. D.2.23
. Adv. ;θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R. 331a
: neut. pl. as Adv., Id.Smp. 192b;θαυμαστὰ ὡς S.Fr. 960
, E.IA 943.II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς.., ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θ. S.OC 1665; iron.,πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers. 212
; strange, absurd,θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht. 154b
; θαυμαστὰ δρῶντες ib. 151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp. 213d, cf. ;θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς.. X.Mem.2.7.13
;ὦ θαυμαστέ Pl. Plt. 265a
;ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμαστός
См. также в других словарях:
επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
Σισμάιρ ή Σισμάγερ, Φραντς Ξαβέρ — (Süssmayr, Σβάνενσταντ, Άνω Αυστρία 1766 – Βιέννη 1803). Αυστριακός συνθέτης. Σπούδασε (1779 87) στο μοναστήρι των βενεδικτίνων του Κρεμσμύνστερ όπου έγινε μέλος της παιδικής χορωδίας. Το 1787 γνωρίστηκε με τον Μότζαρτ και το Σαλιέρι στη Βιέννη… … Dictionary of Greek
αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… … Dictionary of Greek